μαϊντανός

μαϊντανός
μαϊντανός, ο και μαϊδανός, ο
(λ. τουρκ.)
1. το ποώδες φυτό πετροσέλινο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και σε σαλάτες, το μακεδονίσι: Έφτιαξε μια σάλτσα με ντομάτα και μαϊντανό.
2. μτφ., αυτός που ανακατεύεται σε όλα τα ζητήματα χωρίς αρμοδιότητα, που εκφέρει γνώμη για τα πάντα: Αυτός ο μαϊντανός εμφανίζεται σε όλες τις τηλεοπτικές εκπομπές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαϊντανός — Κοινή ονομασία του είδους Petroselinum sativum της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για διετή πόα, με όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Τα φύλλα είναι δις ή τρις πτεροσχιδή και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονήσι — το (Μ μακεδονήσιον) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. macedonense (βλ. και μαϊντανός)] …   Dictionary of Greek

  • κοδίμεντον — κοδίμεντον, τὸ (Μ) 1. βότανο που χρησίμευε στη μαγειρική ως καρύκευμα, πιθ. ο μαϊντανός 2. πράγμα δευτερεύουσας αξίας 3. κακογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. codimentum] …   Dictionary of Greek

  • κοδόμεντος — κοδόμεντος, ὁ (Μ) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κοδίμεντο*] …   Dictionary of Greek

  • μαϊδανός — ο βλ. μαϊντανός …   Dictionary of Greek

  • περσέμολο — και περσίμολο, το, Ν ο μαϊντανός, το πετροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. persimolo] …   Dictionary of Greek

  • πετροσέλινο — το πετροσέλινον, ΝΑ αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκιαδανθή σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ο μαϊντανός …   Dictionary of Greek

  • σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • φυλλείον — τὸ, Α [φύλλον] συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑα α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών 2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μακεδονίσι — το το πετροσέλινο, ο μαϊντανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”