μαϊντανός — Κοινή ονομασία του είδους Petroselinum sativum της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για διετή πόα, με όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Τα φύλλα είναι δις ή τρις πτεροσχιδή και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα.… … Dictionary of Greek
μακεδονήσι — το (Μ μακεδονήσιον) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. macedonense (βλ. και μαϊντανός)] … Dictionary of Greek
κοδίμεντον — κοδίμεντον, τὸ (Μ) 1. βότανο που χρησίμευε στη μαγειρική ως καρύκευμα, πιθ. ο μαϊντανός 2. πράγμα δευτερεύουσας αξίας 3. κακογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. codimentum] … Dictionary of Greek
κοδόμεντος — κοδόμεντος, ὁ (Μ) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κοδίμεντο*] … Dictionary of Greek
μαϊδανός — ο βλ. μαϊντανός … Dictionary of Greek
περσέμολο — και περσίμολο, το, Ν ο μαϊντανός, το πετροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. persimolo] … Dictionary of Greek
πετροσέλινο — το πετροσέλινον, ΝΑ αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκιαδανθή σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ο μαϊντανός … Dictionary of Greek
σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
φυλλείον — τὸ, Α [φύλλον] συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑα α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών 2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μακεδονίσι — το το πετροσέλινο, ο μαϊντανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)